Πέμπτη 29 Μαΐου 2025

Σταυρός από αλάτι-Σάκης Αθανασιάδης

    
              Σταυρός από αλάτι

Ποτάμια που έχασαν τα νερά τους και γίνανε χωράφια
Τρέχουν στον ύπνο μου ψάχνοντας την θάλασσα
Λίμνες που το σώμα τους κάηκε κι έγιναν καλάμια
Ζητιανεύουν νερό κάτω απ’ τα παράθυρα

Κορίτσια που ήπιαν κρασί απ’ τα όνειρά τους
Χωρίς να έχουν προλάβει
Να σπάσουν τα μάτια τους στον δρόμο
Τρέχουν στον ύπνο μου ξυπόλυτα στην χωμάτινη λίμνη

Μέσα στο μεγάλο μου όνειρο
Σβήνω όλες τις θρησκείες που σκοτώνουν το αίμα
Γιατί αν υπάρχει  θεός θα είναι νερό που γυρίζει στο ποτάμι
Καθαρό φως, σταυρός από αλάτι
Σαν αυτόν που φτιάχναμε παιδιά να σταματήσει η καταιγίδα
Πουλιά τρέχουν να περάσουν την βροχή
Αλλάζουν σχηματισμούς σαν στρατιώτες στα σύνορα
Ζηλεύω αυτά τα πουλιά που αντέχουν τον «πολιτισμό»
Και ποτέ δεν θα γνωρίσουν τον ψηφιακό του παράδεισο
Αυτόν που κοιτάζω εγώ τώρα στα χέρια των παιδιών σας 

Τετάρτη 28 Μαΐου 2025

Αυτή την άνοιξη θέλω να σου χαρίσω-Σάκης Αθανασιάδης

Αυτή την άνοιξη θέλω να σου χαρίσω

Πέφτει ο ήλιος στα νερά να κοιμηθεί
Λέω να μπω κι εγώ να περπατήσω
Να μου μιλάει η θάλασσά μου σαν μητέρα σε παιδί
Αυτή την άνοιξη θέλω να σου χαρίσω

Κάθομαι ώρες στην ακτή
Χαϊδεύω τα μαλλιά σου
Η θάλασσά μου άτακτο παιδί
Μοιάζει πολύ στην αγκαλιά σου

Αυτή την άνοιξη θέλω να σου χαρίσω
Θέλω να σου χαρίσω νέο φως…

Κάθομαι ώρες στην ακτή
Φέρνει άνοιξη τα χάδια
Έτσι αφήνω τα καράβια μου μακριά
Να ζωγραφίσουν τα ταξίδια μου στα μάτια

Μια μέρα δίχως έρωτα είναι βρισιά το ξέρω
Κατάδικος των υλικών θα νοιώθω ότι ζω
Μια μέρα δίχως έρωτα
Ποτέ σου μη σκεφτείς να μου χαρίσεις

Δευτέρα 26 Μαΐου 2025

The warriors of August(Οι πολεμιστές του Αυγούστου )Sakis AthanasiadisΜετάφραση στα Αγγλικά- Eva Johanos

The warriors of August-Sakis Athanasiadis
Μετάφραση στα Αγγλικά- Eva Johanos


The warriors of August

In summers I walk far from the voices
of the people who slap the sea
I erase from my mind
the black skin of August
the beautiful bodies that cry out
I have the key of your paradise
come take it
because I will believe that my passionate loves
needed their own sunscreen
in order to not be destroyed in the sun I run far away from the warriors of the water 

I bloody my feet on the soil
I return there where I was born in the north
to find light beneath to moon
to find water to refresh the eyes
my feet after hours
to remember the difficult roads
to take me on paths where I had not walked
to stopped wagons that rust
on the borders of civilization
And when I return again to my sea
the river will have passed into my veins
and the wind will still be arguing
with the whites of my eyes
I will ask nothing of the first rain
the waves will be speaking loudly ~ she will not hear me
the naked bodies surely will not be there
as soon as a star falls on their pillow
they will try out the next summer in their mirror
Sakis Athanasiadis
(translation: Eva Johanos)

Οι πολεμιστές του Αυγούστου

Περπατάω τα καλοκαίρια μακριά απ’ τις φωνές
των ανθρώπων που χαστουκίζουν τη θάλασσα
σβήνω απ’ το μυαλό μου
το μαύρο δέρμα του Αυγούστου
τα ωραία σώματα που φωνάζουν
έχω το κλειδί για τον παράδεισό σου
έλα να το πάρεις
γιατί θα πιστέψω πως οι έρωτές μου
χρειάζονταν το δικό τους αντηλιακό
να μην καταστραφούν στον ήλιο
Τρέχω μακριά απ’ τους πολεμιστές των νερών
ματώνω τα πόδια μου στο χώμα
γυρίζω εκεί που γεννήθηκα στον βορρά
να βρω φως κάτω απ’ το φεγγάρι
νερό να βρω τα μάτια ξεδιψάσω
τα πόδια μου μετά από ώρες
να θυμηθούν τους δύσκολους δρόμους
σε μονοπάτια που δεν περπάτησα να με πάνε
σε σταματημένα βαγόνια που σκουριάζουν
στα σύνορα του πολιτισμού
Κι όταν γυρίσω πίσω στη θάλασσά μου
το ποτάμι θα έχει περάσει στις φλέβες μου
κι ο άνεμος θα μαλώνει ακόμη
με τις λεύκες στα μάτια μου
Τίποτα δεν θα ρωτήσω την πρώτη βροχή
θα μιλάνε δυνατά τα κύματα δεν θα με ακούει
τα γυμνά κορμιά σίγουρα δεν θα είναι εκεί
μόλις ένα αστέρι πέσει στο μαξιλάρι τους
θα δοκιμάζουν στον καθρέφτη το επόμενο καλοκαίρι

Σάκης Αθανασιάδης Η βροχή χορεύει στα κεραμίδια (2022)

Παρασκευή 23 Μαΐου 2025

Η ψυχή των αθώων-Σάκης Αθανασιάδης

Η  ψυχή των αθώων

Ο έρωτας είναι ένας θάνατος γλυκός
Που σε σκεπάζει ξαφνικά με χίλια φώτα
Δεν σκέφτεσαι, ούτε πονάς
Και τίποτε δεν είναι όπως πρώτα

Ο έρωτας είναι φωνή που την ακούς μια φορά
Και την θυμάσαι πάντα
Όταν τα μάτια σου μυρίσουν μοναξιά
Όταν ο κόσμος γίνεται ξανά χίλια κομμάτια

Αν με ακούς, αν με ακούς…
Δεν ξέρω αν υπάρχει αγάπη
Όμως για νύχτες σε κρατούσα αγκαλιά
Και ας ήσουνα μακριά, σε άδειο κρεβάτι

Ο έρωτας είναι ένας δείπνος με το φως
Μια βρισιά στη βία των ηρώων
Σε αυτούς που συμβιβάζονται με ίσως και πως
Γιατί φοβούνται τη ψυχή των αθώων

Αν με ακούς, αν με ακούς…
Δεν ξέρω αν υπάρχει αγάπη
Είναι όμως σπουδαίο να φαντάζομαι πως
Έχω καρδιά με φωτιά αντί για απάτη

Ο έρωτας είναι ένας δρόμος σκοτεινός
Που δεν σε νοιάζει αν πας σωστά ή λάθος
Αν είναι θάνατος, θα είναι γλυκός
Γι’ αυτό μη σκέφτεσαι και τρέξεις στο λάθος

Nα γεννάς, να πονάς θα σου λένε
Να μην αγαπάς, η αγάπη χάνει
Θα κλαίνε να σε πείσουν θα λένε φτάνει
Στον έρωτα όλοι στο τέλος χάνουν
Μα δεν υπάρχει τίποτε πιο μεγάλο
Να είσαι εσύ, εσύ καρδιά μου

 

Τρίτη 20 Μαΐου 2025

Μόνο γυμνό θα με χάσεις-Σάκης Αθανασιάδης

  Μόνο γυμνό θα με χάσεις

Πριν τυφλωθώ από τον ίσκιο σου
Θα φύγω από δω
Θα βρω μια θάλασσα να ελευθερωθώ
Από την μυρωδιά, τα χείλη, την ανάσα σου
Αλλά εσύ μόνο γυμνό θα με χάσεις

Πριν τρελαθώ απ’ την αγάπη και το μίσος σου
Σπάσω τα μάτια στο τείχος σου
Θα ελευθερωθώ από τις αλυσίδες
Και θα ξεχάσω το σώμα, την ανάσα σου

Αλλά εσύ μόνο γυμνό θα με χάσεις
Σε κάθε μου στίχο το αίμα σου θα καίει
Θα παλεύεις με σώματα να με ξεχάσεις
Μα ο πόλεμος δεν είναι χορός

Πριν φύγω από δω θα αφήσω στον τοίχο
Μια καρδιά που να βγάζει ήχο
Να ακούς την φωνή μου το βράδυ:
«Αλλάζεις όταν δεν ακολουθείς το ποτάμι»

Δευτέρα 19 Μαΐου 2025

Ημέρα ελευθερίας - Σάκης Αθανασιάδης

    
   Ημέρα ελευθερίας

Όταν μυρίσεις το αίμα της πόλης
θα δεις τις ομάδες αλήθειας
να τρέχουν με τις μηχανές τους
στους άδειους δρόμους
να μαζεύουν ερωτευμένους, άστεγους
φοιτητές αμαρτωλούς
που θέλουν ανοιχτά πανεπιστήμια
κι ανθρώπους χωρίς πατρίδα
όλοι τους επικίνδυνοι για την ημέρα ελευθερίας
που οι «άριστοι» γιορτάζουν
με γεμάτα τα ποτήρια τους χρυσάφι
Κι αν πεις έπρεπε να γίνει αυτό
για να μείνει η πόλη καθαρή
θα μείνεις μια πέτρα στο κάστρο τους για πάντα
όταν ονομάσουν το σκοτάδι τους νέο φως
Ξεχασμένος στον ύπνο σου
δεν θα βλέπεις κανένα όνειρο
ούτε τον εαυτό σου θα βλέπεις
πεταμένο άδειο μπουκάλι
στο εργοστάσιο μνήμης
να χάνει το παρελθόν του
ούτε τις ομάδες του ήλιου με λευκά γάντια θα βλέπεις
να σε φορτώνουν σε λεωφορεία
και να σε στέλνουν στα σύνορα
στρατιώτη της λάσπης
πρόθυμο να σκοτωθείς για τους «άριστους»
αλλά δεν θα θυμάσαι γιατί πρέπει…

Σάκης Αθανασιάδης Η βροχή χορεύει στα κεραμίδια (2022)



Κυριακή 18 Μαΐου 2025

Το φιλί του καθρέφτη-Σάκης Αθανασιάδης

Το φιλί του καθρέφτη

 

Ήμουν κρεμασμένος σ’ ένα στίχο όταν χάθηκες

και σκεφτόμουν αν πέσω  

όλοι οι δρόμοι που περπάτησα τόσα χρόνια

θα είχαν μαύρο φως

Εσύ άλλαξες το τηλέφωνό σου για σιγουριά

έγινες το κορίτσι που περπατάει ξυπόλυτο στον καθρέφτη

κι άφησες την σιωπή να μιλάει

εγώ κρέμασα σε μανταλάκια το πρόσωπό σου

κι άφησα την βροχή να σε δέρνει

Από τότε παράτησα τα ποιήματα και περπάτησα πολύ

μόνος χωρίς ομπρέλα τον χειμώνα, λιγότερο μόνος την άνοιξη

ή και καθόλου τα καλοκαίρια της αγκαλιάς

όμως τώρα

πριν χαλάσουν και τα τελευταία μου παπούτσια

ψάχνω να βρω μια ακτή να περπατάω ξυπόλυτος

Όταν φυσάει να έρχεται το αλάτι στα χείλη μου

η γεύση που είχε το φιλί σου

το αίμα σου να αρχίσει στις φλέβες μου να κυλάει

γαλάζιο αίμα σαν θάλασσα

 Και θα ελπίζω τώρα

 που το φιλί του καθρέφτη σε κούρασε

 να πάρεις  καινούργια παπούτσια

 και  να έρθεις μια μέρα να με δεις

 για να μου δείξεις πως έπρεπε να σε αγαπήσω

 Σάκης Αθανασιάδης Η βροχή χορεύει στα κεραμίδια (2022)


Δευτέρα 12 Μαΐου 2025

Βασίλισσα της βροχής-Σάκης Αθανασιάδης

 Βασίλισσα της βροχής

Σφαίρα στην ειρήνη ο έρωτας
Μια τουφεκιά αρκετή η φωτιά του να ανάψει
Για να μην χτυπηθείς τα παράθυρα κλείσε
Δουλειά στο γραφείο, λεφτά, την ρουτίνα μη χάσεις

Αφού εγώ δεν έχω κλέψει τα δώρα των μάγων
Κι έχω μαζί μου μονάχα όνειρα μικρά που διψάνε
Τι θέλω από εσένα τι ζητάω μη ρωτήσεις
Δεν ξέρω αλήθεια τι να σου απαντήσω

Μα αν την ψυχή σου ελεύθερη αφήσεις
Θα ακούσεις μια φωνή δυνατά που ρωτάει
Πως μεγαλώνουν τα μάτια στον δρόμο
Γιατί συνέχεια γκρινιάζεις το κορμί μου πονάει
Και τίποτα δεν θα έχεις να της πεις
Θα μοιάζεις με βασίλισσα της βροχής
Μα αυτή θα ρωτάει…

Τα πόδια μου βαριά ανάμεσα στο πλήθος
Πλησιάζουν μια σκιά που θέλει να με φάει
Κρύψου καλά από τον εαυτό σου
Γιατί ακόμα δεν σε φίλησα κι αιμορραγώ

Μα τώρα πρέπει να κρυφτώ κι εγώ
Γιατί το αίμα τέλειωσε με αυτούς τους λίγους στίχους
Εγώ δεν φταίω γι’ αυτό
Μάλλον θα φταίνε οι ποιητές
Που δεν κατάφεραν να σπάσουνε τους τοίχους

Παρασκευή 9 Μαΐου 2025

Σε αυτούς που με χαμόγελα πούλησαν τον αγώνα-Σάκης Αθανασιάδης

Σε αυτούς που με χαμόγελα πούλησαν τον αγώνα

Άδειο το χωριό
Διαβάζει ο δρόμος παραμύθια
Γαβγίζει ένα σκυλί
Φάρος το καφενείο μες την νύχτα

Κοιμάται στο τιμόνι απ’ το πρωί
Μα τώρα ο βαρδάρης θα ξυπνήσει
Θα παίξει με τα δέντρα σαν παιδί
Το κρύο του φιλί θα τα χαρίσει

Απόψε κάνει κρύο στην ψυχή
Κι ο παγωμένος ήλιος σε θυμώνει
Μα είσαι δυνατή γιατί είσαι ένα παιδί
Και τα όνειρα ο φόβος δυναμώνει

Τούτη την στιγμή κάνε μια ευχή
Να σπάσει ο καθρέπτης του χειμώνα
Μείνε δυνατή άνοιξε ψυχή
Να περάσει άνοιξη στο σώμα

Ο ήλιος η πατρίδα σου γιατί
Τον ήχο της καρδιά σου ξέρεις τώρα
Νύχτα η πατρίδα τους, σιωπή
Σε αυτούς που αγάπησαν το σώμα σαν εικόνα

Χιλιόμετρα στο χώμα για εμάς
Στους άγριους δρόμους του αιώνα 
Κόμματα, αποκόμματα ψευτιάς
Σε αυτούς που με χαμόγελα πούλησαν τον αγώνα
                                 

Τρίτη 6 Μαΐου 2025

Η Μικρή Συμμορία-ΔΙΗΓΗΜΑ του Σάκη Αθανασιάδη

_Η ΜΙΚΡΗ ΣΥΜΜΟΡΙΑ-

 ΔΙΗΓΗΜΑ του Σάκη Αθανασιάδη
Το βουητό του ανέμου δυνάμωνε, τους σκέπασε ένα σύννεφο κόκκινης σκόνης. Τα κλαδιά των...
 

Η Συμμορία του Απογεύματος είναι ένα ταξίδι, ένα μαγευτικό ταξίδι, πάνω από τις
κόκκινες πόλεις, πάνω από τις πλατείες του έρωτα με την ανάσα της  ίδιας τη ζωής που πιστά χρησιμοποιεί ως πρώτη ύλη ο συγγραφέας.


_Η ΜΙΚΡΗ ΣΥΜΜΟΡΙΑ
.
Το βουητό του ανέμου δυνάμωνε, τους σκέπασε ένα σύννεφο κόκκινης σκόνης. Τα κλαδιά των δέντρων λύγιζαν σαν πελώρια χέρια, γυμνά σαν αγάλματα από την πρώτη πάχνη του φθινόπωρου. Στο βάδισμά τους σάρωναν ξερά χόρτα που τα έπαιρνε ο βοριάς και τα ταξίδευε στη θάλασσα. Πάνω απ’ τα κεφάλια τους το ακούραστο μάτι του ήλιου έσπερνε κίτρινο.
Φορούσαν κασκόλ και βαριά πανωφόρια, τα μικρά κορμιά τους έδειχναν σαν πάνινες μπάλες. Μέσα Νοέμβρη και ο ήλιος ήταν ανίκανος να τους ζεστάνει. Η λάμψη του μια αυταπάτη θερμότητας. Μόνο το έντονο φως του έμενε, τόσο πολύ που αν το έκοβες σε φέτες και το έκανες εξαγωγή σαν Ελλάδα θα γινόσουν πλούσιος.
Με τις ανάσες τους ζέσταιναν τα χέρια μιλώντας μεταξύ τους συνωμοτικά κι ανέβαιναν όλο και περισσότερο το ύψωμα. Λαχανιασμένοι, αλλά και σίγουροι πως η αποστολή τους άξιζε κάθε θυσία. Στις χούφτες τους κρατούσαν θρίαμβο, μα άφηναν τα χαμόγελα για αργότερα, όταν η αποστολή θα τελείωνε.
Φτάνοντας στο στόχο τους μαζεύτηκαν όλοι πίσω από ένα τοίχο, για να ξεκουραστούν. Με τα μάτια τους έψαξαν τη γύρω περιοχή, δεν υπήρχε κανείς.
«Περιμένετε, θα πάω εγώ» φώναξε ο Κώστας και προχώρησε βιαστικά προς την πόρτα του μικρού ναού.
«Πρόσεχε να μην αφήσεις αποτυπώματα» τους φώναξαν οι άλλοι που έμειναν πίσω.
«Είμαστε τυχεροί, είναι ξεκλείδωτα» είπε λίγο πριν χαθεί μέσα στο εκκλησάκι.
Στάθηκαν όλοι ακίνητοι για ένα λεπτό, ένα λεπτό που έμοιαζε αιώνας, περιμένοντας την τιμωρία από τον ουρανό. Αφού δεν έγινε τίποτε άρχισαν να πανηγυρίζουν.
«Το δάχτυλό σου τρέχει ακόμη αίμα» είπε με συμπόνια ο Παύλος στο φίλο του καθώς άφηναν πίσω τους το εκκλησάκι.
«Το τρύπησα αρκετά» του απάντησε ο Κώστας φέρνοντας το πληγωμένο δάχτυλο στο στόμα, για να σταματήσει την αιμορραγία.
«Πάμε στα αμπέλια να κρυφτούμε κι από εκεί να βλέπουμε τον κόσμο όταν φτάσει» ακούστηκε να λέει ο Δημήτρης που ήταν ο μικρότερος της παρέας, σηκώνοντας ψηλά τα βαριά κιάλια του πατέρα του που είχε μαζί. 
Οι σφεντόνες χτυπούσαν στο στήθος τους καθώς άρχισαν να τρέχουν. Τα πρώτα δέντρα τους έκρυψαν στις σκιές τους. Τα είχαν καταφέρει και κανείς δεν θα καταλάβαινε τίποτα, σίγουρα ήταν ανίκητοι σαν τους ήρωες στα βιβλιαράκια που διάβαζαν. Ήταν ο Μπλέκ, ο Ζαγκόρ, ο Όμπραξ και ο Κάπτεν Μάρκ.
Η μικρή συμμορία ξεχύθηκε στα αμπέλια αναζητώντας κάποιο πουλί να χτυπήσει με τις σφεντόνες της. Ο Παύλος, ο Κώστας, ο Δημήτρης και ο Τάσος, όλοι κάτω από δώδεκα χρονών. Ρουφούσαν τις ιστορίες από τα κόμικς που διάβαζαν και αγωνίζονταν να ξεπεράσουν τους ήρωές τους. Η παιδική τους άγνοια τους απαγόρευε να δουν οτιδήποτε άλλο πέρα από τη χαρά της περιπέτειας, αν και η τιμωρία δεν τους ήταν καθόλου άγνωστη. Η βέργα του δασκάλου παρέμενε μια μόνιμη απειλή. Τα καλοκαίρια που αυτός ο φόβος δεν υπήρχε γύριζαν πάνω κάτω στο χωριό από το πρωί ως το βράδυ και λειτουργούσαν σαν μια μυστική οργάνωση. Με αρχηγό, υπαρχηγό και μέλη.
Με κοντά παντελόνια έτρεχαν στις γειτονιές σημαδεύοντας με τις σφεντόνες τους εκτός από πουλιά και τζαμαρίες. Μερικές φορές έλυναν από τη βοσκή γαιδάρους τους καβαλούσαν κι έτρεχαν στους χωματόδρομους. Το ποτάμι ήταν το μόνο εμπόδιο που έφραζε την πορεία τους. Από τα αγαπημένα παιχνίδια των μικρών φίλων ήταν τα εμπόδια στους περαστικούς. Κρυμμένοι στην άκρη του δρόμου περίμεναν το θύμα τους και μόλις πλησίαζε στο σημείο της ενέδρας τραβούσαν ένα μακρύ σύρμα και ο περαστικός έπεφτε κάτω σα να τον χαστούκιζε ο θεός. Μετά χάνονταν στο σκοτάδι.
Οι μεγάλες απώλειες από χτυπήματα και σχισμένα ρούχα υπήρχαν στις ποδοσφαιρικές αναμετρήσεις με τις άλλες γειτονιές. Λίγο πριν τη λήξη του αγώνα, όποια ομάδα έχανε μοίραζε κλωτσιές στα τυφλά κι έτσι η μάχη σώμα με σώμα άρχιζε. Συμμαθητές δεν υπήρχαν, μονάχα αντίπαλοι κι έπρεπε να συντριβούν με κάθε τρόπο.
Κουρασμένοι κάθισαν στη ρίζα ενός δέντρου να μετρήσουν τα πουλιά που είχαν χτυπήσει. Ο Κώστας έλειπε, τον έψαχναν με τα μάτια τους. Ξαφνικά από μακριά άκουσαν τη φωνή του.
«Παιδιά ελάτε…»
Την ώρα που είχαν σκαρφαλώσει σε μια αμυγδαλιά ακούστηκε από το χωριό η καμπάνα της εκκλησίας.
«Ξεκινάνε. Σε μια ώρα θα έχουν φτάσει. Μαζέψτε γρήγορα τα αμύγδαλα να βρούμε ένα σημείο να βλέπουμε καλύτερα» μουρμούρισε ο Κώστας.
Οι χωρικοί βάδιζαν αμίλητοι, τα πόδια τους είχαν το βάρος παρατημένων. Η σκόνη έσμιγε με τα χνώτα τους, αδιαμαρτύρητα έγλυφαν την κόκκινη λάσπη. Κανείς δεν θα ήθελε να κρατήσει στη μνήμη του όλα αυτά τα σκαμμένα απ’ τον μόχθο πρόσωπα, όλοι ήθελαν να τα πετάξουν μακριά σαν να μην υπήρξαν ποτέ.
Το ανθρώπινο ποτάμι ανέβαινε με δυσκολία το λόφο. Οι περισσότεροι περπατούσαν έχοντας το κεφάλι σκυμμένο προς τη γη λες και ήθελαν να παρατήσουν την κούρασή τους στο χώμα και να ελευθερωθούν. Πίσω του η κατακίτρινη από την ξηρασία πεδιάδα, δεκάδες χωριά και στο βάθος ο Αξιός ποταμός που το λιγοστό νερό του έφτανε ίσα-ίσα να ξεδιψάσουν τα κοπάδια με τα ζώα.
Θα μπορούσε ο θεός να δώσει εντολή στα σύννεφα να φέρουν βροχή κι όλη αυτή η λύπη να μετατραπεί σε χαρά; Κανείς δεν ήθελε να το συζητήσει με τον διπλανό του. Η τελευταία τους ελπίδα ήταν ο θεός και σε αυτόν έτρεχαν σήμερα. Χωρίς μεγάλη πίστη.
Ο παπάς του χωριού οδηγούσε την πορεία. Ο βοριάς έπαιζε με το άσαρκο κορμί του, συχνά του σήκωνε το ράσο, του έκρυβε το πρόσωπο κι έπεφτε καταγής, αλλά αυτός πεισματικά αγνοούσε όλα τα εμπόδια και συνέχιζε την πορεία.
Όταν έφτασε έξω από το εκκλησάκι στάθηκε ακίνητος. Σήκωσε το κεφάλι του ψηλά και κοίταξε άκεφα τον ουρανό ζητώντας βοήθεια. Κατόπιν έστρεψε το βλέμμα του προς τον κόσμο, μασούλισε μερικές λέξεις που κόλλησαν στα χείλη του και χαμογέλασε λυπημένα.
«Παρακαλώ να περιμένετε όλοι εδώ και να κάνετε απόλυτη ησυχία. Θα πάω μέσα να προσευχηθώ και να φέρω έξω την εικόνα» είπε στη συνέχεια με μεγάλη δυσκολία.
Η εικόνα του Αγίου Παντελεήμονα είχε έρθει στη μακεδονική γη μαζί με τα κοπάδια των προσφύγων από την Ανατολική Θράκη που κατέκλισαν τα γύρω χωριά και επέβαλαν μια σιωπηλή κυριαρχία στον ντόπιο πληθυσμό καθώς τον βρήκαν αφανισμένο από το ανελέητο κυνηγητό των Βουλγάρων και των Τούρκων. Άλλοτε η εικόνα έκλαιγε κι άλλοτε ακούγονταν ήχοι από το πουθενά. Μερικές γυναίκες έλεγαν πως γέννησαν, ενώ ο γιατρός τους τις είχε βγάλει στείρες, όταν στον ύπνο τους είδαν την εικόνα του αγίου.
Από την ανοιχτή πόρτα φαινόταν ο παπάς πεσμένος στα γόνατά του να προσεύχεται. Ο κόσμος άρχιζε να μουρμουρίζει για την καθυστέρηση. Αν ήσουν ξένος θα έτρεχες να φύγεις μακριά και να πετάξεις όλη τη λύπη που μάζεψες στο ύψωμα, αλλά σε αυτή τη λιτανεία δεν υπήρχαν ξένοι. Μονάχα οι απελπισμένοι χωρικοί και η μικρή συμμορία που είχε σκαρφαλώσει στα κλαδιά μιας μουριάς και παρατηρούσε με τα κιάλια αυτά που συνέβαιναν στο εκκλησάκι ελπίζοντας το αίμα που έτρεξε από το χέρι του Κώστα να μη πήγαινε χαμένο.
Ξαφνικά ο παπάς σηκώθηκε όρθιος. Πλησίασε την βαριά ξύλινη εικόνα και την πήρε στην αγκαλιά του σαν μωρό, κατόπιν έμεινε ακίνητος. Τα μάτια του βούρκωσαν, το ράσο του βρέχονταν από τα δάκρυα. Με αποφασιστικά βήματα προχώρησε προς την έξοδο αγνοώντας τις σκόρπιες φωνές και τον κόσμο που τον κύκλωνε. Έσπρωξε μερικούς κι ανέβηκε πάνω σε μια μεγάλη πέτρα. Χωρίς να μιλήσει έκλεισε τα μάτια λες και οι εικόνες στη μνήμη του άρχισαν να λιγοστεύουν ή πως είχε ναυαγήσει σε κάποια θάλασσα κι έψαχνε τρόπο να σωθεί.
Σκούπισε τα υγρά του μάγουλα, αφήνοντας να περάσει ένα λεπτό αιώνιας σιωπής. Τέλος, έστρεψε την εικόνα προς το μέρος των χωρικών και τη σήκωσε ψηλά.
«Αυτή είναι η φωνή του θεού. Το αίμα που τρέχει εδώ σήμερα από την εικόνα του Αγίου Παντελεήμονα. Οι αμαρτίες μας είναι τόσες πολλές που ο θεός μας έστειλε ένα σημάδι για να βρούμε την αγάπη στην ψυχή μας» τα χέρια του έτρεμαν από τη συγκίνηση και ανίκανος για μια ακόμη φορά να κρύψει την συντριβή του, κάθισε στη πέτρα.
Το πλήθος γονάτισε. Χαμήλωσε τα μάτια στη γη κι άρχισε να προσεύχεται.
Ο παπάς σηκώθηκε ξανά όρθιος. Έμοιαζε σαν να γύριζε στο παρόν μετά από ένα μακρινό και κοπιαστικό ταξίδι.
«Θα κάνουμε αγρυπνία σήμερα. Ο θεός είναι μεγάλος και θα μας λυπηθεί αν ζητήσουμε συγνώμη για τις αμαρτίες μας» γύρω του κάποιοι γέροντες έκλαιγαν σαν μικρά παιδιά κοιτάζοντας με δέος τον ουρανό.
«Ο θεός είναι εδώ, δεν μας ξέχασε, ας μην τον αφήσουμε να ξαναφύγει» είπε κάποιος πιο ψύχραιμος.
Ο ήλιος σταδιακά έδυε. Στην τελευταία του βουτιά πίσω απ’ το λόφο ένα κοπάδι μαυροπούλια σκέπασε τον ουρανό, πάνω απ’ τα κεφάλια των χωρικών, πριν χαθεί κι αυτό στο μισοσκόταδο.
Ο παπάς ακίνητος στη θέση του έμοιαζε με λείψανο κάποιας διαλυμένης αυτοκρατορίας.
«Να πάνε μερικοί στο χωριό να φέρουν ρούχα και να ειδοποιήσουν και τους άλλους» είπε ξαναβρίσκοντας τη δύναμή του την ώρα που η νύχτα έκρυβε τα πρόσωπα.
Περπατούσαν στο χωματόδρομο με τις τσέπες τους γεμάτες θρίαμβο. Έριχναν πότε- πότε μια ματιά στο εκκλησάκι και γελούσαν με τα σκόρπια φώτα που χόρευαν στο λόφο. Ξαφνικά ο βοριάς που φυσούσε με λύσσα για μέρες σταμάτησε. Τα σύννεφα άρχισαν να μουτζουρώνουν το φεγγάρι ώσπου το έσβησαν, την ώρα που τα παιδιά πλησίαζαν τα πρώτα σπίτια του χωριού.
«Καλά τα καταφέραμε» είπε στους φίλους του ο Κώστας.
«Ο Μπλεκ δεν χάνει ποτέ» απάντησε ο Τάσος κι έσφιξε τη σφεντόνα.
«Παιδιά βρέχει…» ακούστηκε μια τρίτη φωνή. «Πάμε στα σπίτια μας γρήγορα θα γίνουμε μούσκεμα»
«Ουγκ…ο μεγάλος Μανιτού στέλνει τα δάκρυά του στα χλομά πρόσωπα» ψέλλισε ο Δημήτρης, παριστάνοντας τον ινδιάνο κι άρχισε να τρέχει καθώς η βροχή δυνάμωνε.
Μια συμμορία του απογεύματος, πολύ μακριά απ’ τον έρωτα, απ’ τον θάνατο και το φόβο…

Ο Σάκης Αθανασιάδης γεννήθηκε το 1965 στο Άγιο Πέτρο του Κιλκίς και από τις όχθες του Αξιού ποταμού βρέθηκε στα ανθρώπινα ποτάμια της Αθήνας κυνηγώντας μια θέση στα Ελληνικά γράμματα. Τώρα διαμένει στην Λαμία, όπου εργάζεται στο πανεπιστήμιο Θεσσαλίας. Το πεζογραφικό και ποιητικό του έργο έχει αποσπάσει τιμητικές διακρίσεις, έχει μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες, ενώ ποιήματά του βρίσκονται σε πολλές ανθολογίες. Έχει κυκλοφορήσει δέκα βιβλία με ποιήματα, δύο βιβλία με διηγήματα, μία νουβέλα και ένα μυθιστόρημα. Οι ArpeggiosMP το 2012 είναι οι πρώτοι που μελοποίησαν στίχους του και παρουσίασαν σε μορφή video (youtube), ενώ η πρώτη του δισκογραφική παρουσία γίνεται στο τέλος του 2012 στο CD : Από το Μηδέν, του Γ. Δημητριάδη, το 2019 στίχοι του βρίσκονται στο CD : Το μεταξύ μας διάστημα του Β. Καζαντζή.


OSZAR »